Wiseacre
volume
British pronunciation/wˈa‍ɪsækɐ/
American pronunciation/wˈaɪsækɚ/

Ορισμός και Σημασία του "wiseacre"

01

an upstart who makes conceited, sardonic, insolent comments

word family

wiseacre

wiseacre

Noun
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store