Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Acrophobia
01
ακροφοβία, φόβος ύψους
an unreasonable and persistent fear of heights
Παραδείγματα
His acrophobia made it impossible for him to climb tall buildings.
Η ακροφοβία του του έκανε αδύνατο να ανεβεί σε ψηλά κτίρια.
She avoided hiking steep trails because of her acrophobia.
Απέφευγε να περπατάει σε απότομα μονοπάτια λόγω της ακροφοβίας της.



























