Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
winged
01
φτερωτός, με φτερά
possessing or having wings, typically associated with the ability to fly
02
φτερωτός, γρήγορος σαν τον άνεμο
very fast; as if with wings
Λεξικό Δέντρο
winged
wing
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
φτερωτός, με φτερά
φτερωτός, γρήγορος σαν τον άνεμο
Λεξικό Δέντρο