LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Blowing gas
/blˈəʊɪŋ ɡˈas/
/blˈoʊɪŋ ɡˈæs/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "blowing gas"
Blowing gas
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the gas leaving a generator during a blow period
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
blowing
blowhole
blowhard
blowgun
blowfly
blowing up
blowjob
blowlamp
blown
blown-up
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App