LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Windup
/wˈɪndʌp/
/ˈwaɪnˌdəp/
Noun (1)
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "windup"
Windup
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a concluding action
windup
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
operated by a mechanism
word family
windup
windup
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
windtalker
windswept
windsurfing
windsurfer
windsurf board
windward
windward passage
windward side
windy
windy city
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App