Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to wigwag
01
σηματοδοτώ με σημαία ή φως σύμφωνα με έναν κώδικα, δίνω σήματα με σημαία ή φως
signal by or as if by a flag or light waved according to a code
02
κουνώ, ταλαντεύω
to signal with a swinging motion, resembling the motion of a flag
Παραδείγματα
The crossing guard wigwagged his arms to signal drivers to stop.
Ο φύλακας διαβάσεως κούνησε τα χέρια του για να σηματοδοτήσει στους οδηγούς να σταματήσουν.
The aircraft marshaller wigwagged the wands to guide the plane to its parking spot.
Ο μαρσάλος αεροσκαφών κούνησε τα ραβδιά για να καθοδηγήσει το αεροπλάνο στη θέση στάθμευσής του.
Λεξικό Δέντρο
wigwag
wig
wag



























