LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Wide-body
/wˈaɪdbˈɒdi/
/wˈaɪdbˈɑːdi/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "wide-body"
Wide-body
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a commercial airliner with two aisles
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
wide-awake
wide-angle lens
wide-angle
wide wale
wide tooth comb
wide-body aircraft
wide-cut
wide-eyed
wide-open
wide-ranging
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App