LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Whipsnake
/wˈɪpsneɪk/
/wˈɪpsneɪk/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "whipsnake"
Whipsnake
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
any of several small fast-moving snakes with long whiplike tails
word family
whipsnake
whipsnake
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
whipsaw
whippy
whippoorwill
whippletree
whipple's penstemon
whipstitch
whipstitching
whiptail
whiptail lizard
whir
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App