LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Whippy
/wˈɪpi/
/wˈɪpi/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "whippy"
whippy
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
bending and snapping back readily without breaking
word family
whip
whip
Noun
whippy
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
whippoorwill
whippletree
whipple's penstemon
whipping top
whipping post
whipsaw
whipsnake
whipstitch
whipstitching
whiptail
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App