Whipper
volume
British pronunciation/wˈɪpɐ/
American pronunciation/wˈɪpɚ/

Ορισμός και Σημασία του "whipper"

01

a person who administers punishment by wielding a switch or whip

word family

whip

whip

Verb

whipper

Noun
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store