Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Whim
01
ιδιοτροπία, ώθηση
a sudden and impulsive decision or desire that someone has without much thought or reason behind it
Παραδείγματα
On a whim, she decided to drive to the beach instead of going to work.
Από καπρίτσιο, αποφάσισε να οδηγήσει μέχρι την παραλία αντί να πάει στη δουλειά.
When her plans for the evening fell through, she acted on a whim and went out to see a movie by herself instead.
Όταν τα σχέδιά της για το βράδυ απέτυχαν, ενεργούσε από μια ιδιοτροπία και πήγε να δει μια ταινία μόνη της αντ' αυτού.
02
ιδιοτροπία, φαντασία
an imaginative and unusual idea, typically changing unpredictably
Παραδείγματα
The writer 's whim led him to create a character who speaks entirely in rhyming couplets.
Το καπρίτσιο του συγγραφέα τον οδήγησε να δημιουργήσει έναν χαρακτήρα που μιλάει εξ ολοκλήρου σε ομοιοκατάληκτους δίστιχους.
Maya 's whims led her to start a unique online boutique that sold handmade clothing made from recycled materials.
Τα ιδιοτροπήματα της Μάγια την οδήγησαν να ξεκινήσει ένα μοναδικό ηλεκτρονικό μπουτίκ που πωλούσε ρούχα χειροποίητα από ανακυκλωμένα υλικά.



























