Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Whereabouts
01
περιοχή, τοποθεσία
the specific location or position of someone or something
Παραδείγματα
They were unsure of his whereabouts after he left the party early.
Δεν ήταν σίγουροι για την τοποθεσία του αφού έφυγε νωρίς από το πάρτι.
The police received a tip about the suspect 's whereabouts.
Η αστυνομία έλαβε μια πληροφορία για την τοποθεσία του υπόπτου.



























