Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Wharf
01
προβλήτα, αποβάθρα
a structure built along the water's edge; often with a platform for ships to load and unload goods
Παραδείγματα
We walked along the wharf to admire the view of the harbor.
Περπατήσαμε κατά μήκος της προβλήτας για να θαυμάσουμε την θέα του λιμανιού.
The fishermen tied their boats to the wharf after a long day.
Οι ψαράδες δέσανε τα σκάφη τους στο προβλήτα μετά από μια μακριά μέρα.
to wharf
01
αράζω σε αποβάθρα, αγκυροβολώ σε αποβάθρα
moor at a wharf
02
ξεφορτώνω στη προβλήτα, εκφορτώνω στη προβλήτα
discharge at a wharf
03
προσορμίζομαι, αραδιάζω
come into or dock at a wharf
04
αποθηκεύω σε αποβάθρα, φυλάσσω σε μώλο
store on a wharf
05
εξοπλίζω με αποβάθρα, παρέχω αποβάθρα
provide with a wharf
Λεξικό Δέντρο
wharfage
wharf



























