LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Washing soda
/wˈɒʃɪŋ sˈəʊdə/
/wˈɑːʃɪŋ sˈoʊdə/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "washing soda"
Washing soda
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a sodium salt of carbonic acid; used in making soap powders and glass and paper
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
washing powder
washing machine dryer combo
washing machine
washing line
washing day
washing-up
washing-up liquid
washington d.c.
washington monument
washingtonian
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App