Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
washed
01
πλυμένος
clean by virtue of having been washed in water
02
πλυμένος, βρεγμένος
wet as from washing; sometimes used in combination
Λεξικό Δέντρο
unwashed
washed
wash
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
πλυμένος
πλυμένος, βρεγμένος
Λεξικό Δέντρο