LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Walesa
/wˈeɪlsə/
/vəˈɫɛsə/, /wəˈɫɛsə/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "walesa"
Walesa
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
Polish labor leader and statesman (born in 1943)
word family
walesa
walesa
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
wales
wale
waldorf salad
waldmeister
waldheim
walhalla
walk
walk a tightrope
walk about
walk all over
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App