LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Wahvey
/wˈɑːveɪ/
/wˈɑːveɪ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "wahvey"
Wahvey
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a name for the God of the Old Testament as transliterated from the Hebrew consonants YHVH
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
wahunsonacock
wagtail
wagonwright
wagoner
wagon-lit
waif
waiflike
waikiki
wail
wailer
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App