LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Waffler
/wˈɒflɐ/
/wˈɑːflɚ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "waffler"
Waffler
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
someone who speaks or writes in a vague and evasive manner
word family
waffle
waffle
Verb
waffler
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
waffle maker
waffle iron
waffle
wafer-thin
wafer-like
waft
wafture
wag
wagashi
wage
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App