Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Wader
01
νησόκοτα, μακροσκελής πτηνό
any shorebird with long legs that dives into water in search of food
Λεξικό Δέντρο
wader
wad
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
νησόκοτα, μακροσκελής πτηνό
Λεξικό Δέντρο