LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Volatilize
/vˈɒlɐtˌɪlaɪz/
/vˈɑːlɐtˌɪlaɪz/
volatilise
Verb (1)
Ορισμός και Σημασία του "volatilize"
to volatilize
ΡΉΜΑ
01
make volatile; cause to pass off in a vapor
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
volatilizable
volatility
volatile storage
volatile oil
volatile
volatilized
volcan de colima
volcanic
volcanic crater
volcanic eruption
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App