Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
vituperative
01
υβριστικός, κακοποιητικός
criticizing or insulting in a hurtful and angry manner
Παραδείγματα
His vituperative remarks about the new policy shocked everyone in the meeting.
Οι υβριστικές παρατηρήσεις του για τη νέα πολιτική σόκαραν όλους στη συνάντηση.
The politician 's vituperative speech was filled with harsh attacks on his opponent.
Ο κατακριτικός λόγος του πολιτικού ήταν γεμάτος σκληρές επιθέσεις εναντίον του αντιπάλου του.
Λεξικό Δέντρο
vituperative
vituperate
vituper



























