Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Acrimony
01
πικρία, δριμύτητα
words or feelings that are filled with anger or bitterness
Παραδείγματα
Despite once being close friends, their falling out resulted in years of acrimony and resentment.
Παρά το γεγονός ότι ήταν κάποτε στενοί φίλοι, η διαφωνία τους οδήγησε σε χρόνια πικρίας και δυσαρέσκειας.
The business negotiations broke down in a storm of acrimony, as each side accused the other of dishonesty.
Οι επιχειρηματικές διαπραγματεύσεις κατέρρευσαν σε μια καταιγίδα πικρίας, καθώς κάθε πλευρά κατηγορούσε την άλλη για ανεντιμότητα.
Λεξικό Δέντρο
acrimonious
acrimony
acrid



























