Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
violently
01
in a way that involves physical force meant to injure, damage, or destroy
Παραδείγματα
He violently smashed the mirror with his fist.
Αυτός βίαια συνέτριψε τον καθρέφτη με τη γροθιά του.
The window shattered violently under the impact of the rock.
Το παράθυρο θρυμματίστηκε βίαια κάτω από την πρόσκρουση της πέτρας.
Παραδείγματα
The boat rocked violently in the storm.
Η βάρκα κουνιόταν βίαια στην καταιγίδα.
He shook his head violently to stay awake.
Κούνησε βίαια το κεφάλι του για να μείνει ξύπνιος.
2.1
βίαια, με ορμή
with powerful emotion or conviction, especially anger or opposition
Παραδείγματα
She was violently opposed to the new policy.
Ήταν βίαια αντίθετη στη νέα πολιτική.
He reacted violently to the suggestion.
Αντέδρασε βίαια στην πρόταση.
Λεξικό Δέντρο
nonviolently
violently
violent
viol



























