Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
vindicatory
01
δικαιολογητικός, αμυντικός
providing supporting evidence or defense
Παραδείγματα
The documentary presented vindicatory arguments, shedding light on the truth of the matter.
Το ντοκιμαντέρ παρουσίασε δικαιολογητικά επιχειρήματα, ρίχνοντας φως στην αλήθεια του θέματος.
Her vindicatory statement addressed the false accusations and set the record straight.
Η απολογητική της δήλωση αντιμετώπισε τις ψευδείς κατηγορίες και διευθέτησε τα πράγματα.
02
τιμωρητικός, ανταποδοτικός
given or inflicted in requital according to merits or deserts
03
τιμωρητικός, ανταποδοτικός
of or relating to or having the nature of retribution
Λεξικό Δέντρο
vindicatory
vindicate
vindic



























