Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
vincible
01
νικητέος, εύκολα ηττημένος ή ελεγχόμενος
easily defeated or controlled
Λεξικό Δέντρο
invincible
vincible
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
νικητέος, εύκολα ηττημένος ή ελεγχόμενος
Λεξικό Δέντρο