Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
vigilantly
01
επιτηρητικά, προσεκτικά
in a watchful and alert manner, especially to detect danger or problems
Παραδείγματα
The guards patrolled the premises vigilantly throughout the night.
Οι φύλακες περιπολούσαν τις εγκαταστάσεις επιτηρούμενα όλη τη νύχτα.
She vigilantly monitored the patient's breathing for any irregularities.
Παρακολουθούσε επιτηρούμενα την αναπνοή του ασθενούς για τυχόν ανωμαλίες.
Λεξικό Δέντρο
vigilantly
vigilant
vigil



























