Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Vigor
01
σθένος, ενέργεια
forceful exertion
02
σφρίγος, ενέργεια
the physical or mental strength and energy that someone possesses
Παραδείγματα
Despite his age, he tackled the project with the vigor of a much younger man.
Παρά την ηλικία του, αντιμετώπισε το έργο με τη ζωντάνια ενός πολύ νεότερου άνδρα.
Her mental vigor was evident in her sharp wit and quick problem-solving skills.
Η ψυχική της ενέργεια ήταν εμφανής στην οξεία ευστροφία της και στις γρήγορες δεξιότητες επίλυσης προβλημάτων.
03
ζωντάνια, ενέργεια
an imaginative lively style (especially style of writing)
Λεξικό Δέντρο
vigorous
vigor



























