Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Viability
01
βιωσιμότητα
(of living things) capable of normal growth and development
02
βιωσιμότητα, ικανότητα επιτυχίας
the ability of something to work successfully or be effective in practice
Παραδείγματα
The startup ’s viability was assessed based on its business model and market demand.
Η βιωσιμότητα της startup αξιολογήθηκε με βάση το επιχειρηματικό της μοντέλο και τη ζήτηση της αγοράς.
The project ’s viability depended on securing sufficient funding and resources.
Η βιωσιμότητα του έργου εξαρτιόταν από την εξασφάλιση επαρκούς χρηματοδότησης και πόρων.



























