LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Vestal
/vˈɛstəl/
/ˈvɛstəɫ/
Noun (1)
Adjective (2)
Ορισμός και Σημασία του "vestal"
Vestal
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a chaste woman
vestal
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
of or relating to Vesta
02
in a state of sexual virginity
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
vesta
vest-pocket
vest pocket
vest
vessel
vestal virgin
vested
vested interest
vestiary
vestibular
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App