Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Verve
01
ζήλος, ενθουσιασμός
lively energy, spirit, or enthusiasm in someone's style, performance, or way of expressing themselves
Παραδείγματα
She performed the dance with remarkable verve.
Εκτέλεσε τον χορό με αξιοσημείωτο ζήλο.
The actor delivered his lines with verve and confidence.
Ο ηθοποιός απηύθυνε τα λόγια του με ζωντάνια και αυτοπεποίθηση.



























