Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
vending machine
/vˈɛndɪŋ məʃˈiːn/
/vˈɛndɪŋ məʃˈiːn/
Vending machine
01
αυτόματος πωλητής, μηχάνημα πώλησης
a slot machine for selling goods
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
αυτόματος πωλητής, μηχάνημα πώλησης