Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
vegetative
01
βλαστικός, σχετικός με τη φυτική ζωή
related to plant life or plants, specifically how plant procreate and grow
Παραδείγματα
The garden featured a vegetative section where various plants displayed different stages of growth and reproduction.
Ο κήπος διέθετε μια βλαστική ενότητα όπου διάφορα φυτά εμφάνιζαν διαφορετικά στάδια ανάπτυξης και αναπαραγωγής.
In biology class, students learned about the vegetative processes of plants, including germination and photosynthesis.
Στο μάθημα της βιολογίας, οι μαθητές έμαθαν για τις βλαστικές διαδικασίες των φυτών, συμπεριλαμβανομένης της βλάστησης και της φωτοσύνθεσης.
02
φυτικός, παθητικός
of or relating to an activity that is passive and monotonous
03
βλαστικός, βλαστική
(of reproduction) characterized by asexual processes
04
βλαστικός, σχετικός με τις ακούσιες σωματικές λειτουργίες
relating to involuntary bodily functions
Λεξικό Δέντρο
vegetative
vegetate
veget



























