Vasodilator
volume
British pronunciation/væsˈɒdɪlˌe‍ɪtɐ/
American pronunciation/væsˈɑːdᵻlˌeɪɾɚ/

Ορισμός και Σημασία του "vasodilator"

01

a drug that causes dilation of blood vessels

example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store