LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Vasiform
/vˈasɪfˌɔːm/
/vˈæsɪfˌɔːɹm/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "vasiform"
vasiform
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
constituting a tube; having hollow tubes (as for the passage of fluids)
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
vaseline
vasectomy
vasectomize
vase-shaped
vase-fine
vasoconstrictive
vasoconstrictor
vasodilative
vasodilator
vasomax
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App