Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Vandal
01
βάνδαλος, καταστροφέας
someone who intentionally damages or destroys public or private property
Παραδείγματα
The police were searching for the vandal who spray-painted graffiti on the walls of the historic building.
Η αστυνομία έψαχνε τον βάνδαλο που σπρέιαρε γκράφιτι στους τοίχους του ιστορικού κτιρίου.
The local park was closed for repairs after a vandal damaged several benches and playground equipment.
Το τοπικό πάρκο έκλεισε για επισκευές αφού ένας βάνδαλος κατέστρεψε πολλά παγκάκια και εξοπλισμό παιδικής χαράς.
Λεξικό Δέντρο
vandalism
vandalize
vandal



























