LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Blebbed
/blˈɛbd/
/blˈɛbd/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "blebbed"
blebbed
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
(of glass or quartzite) marred by small bubbles or small particles of foreign material
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
bleb
bleating of the kid excites the tiger
bleat
bleary-eyed
bleary
blebby
blech
bleed
bleeder
bleeder's disease
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App