Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
valued
01
αξιολογημένος, πολύτιμος
(usually used in combination) having value of a specified kind
Παραδείγματα
His valued contributions were recognized at the meeting.
Οι πολύτιμες συνεισφορές του αναγνωρίστηκαν στη συνάντηση.
The valued friendship lasted for years.
Η πολύτιμη φιλία διήρκεσε για χρόνια.
Λεξικό Δέντρο
devalued
undervalued
unvalued
valued
value



























