Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
valerianeria
/valˈiəɹɪeɪnˈɛləɹ ˌɒlɪtˈɔːɹiə/
Valerianella olitoria
01
βαλεριανέλα, σαλάτα αγριόχορτο
widely cultivated as a salad crop and pot herb; often a weed
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
βαλεριανέλα, σαλάτα αγριόχορτο