Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Usefulness
01
χρησιμότητα, αποτελεσματικότητα
the quality of being able to provide benefit, value, or help
Παραδείγματα
The usefulness of this tool becomes apparent when you need to make precise cuts.
Η χρησιμότητα αυτού του εργαλείου γίνεται εμφανής όταν χρειάζεται να κάνετε ακριβείς κοψίματα.
She questioned the usefulness of the advice she had received.
Αμφισβήτησε τη χρησιμότητα της συμβουλής που είχε λάβει.
Λεξικό Δέντρο
unusefulness
usefulness
useful
use



























