usefulness
use
ˈjus
γουσ
ful
fəl
φαλ
ness
nəs
νασ
British pronunciation
/jˈuːsfə‍lnəs/

Ορισμός και σημασία του "usefulness"στα αγγλικά

01

χρησιμότητα, αποτελεσματικότητα

the quality of being able to provide benefit, value, or help
example
Παραδείγματα
The usefulness of this tool becomes apparent when you need to make precise cuts.
Η χρησιμότητα αυτού του εργαλείου γίνεται εμφανής όταν χρειάζεται να κάνετε ακριβείς κοψίματα.
She questioned the usefulness of the advice she had received.
Αμφισβήτησε τη χρησιμότητα της συμβουλής που είχε λάβει.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store