LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Upholster
/ʌpˈəʊlstɐ/
/əˈpoʊɫstɝ/
Verb (1)
Ορισμός και Σημασία του "upholster"
to upholster
ΡΉΜΑ
01
provide furniture with padding, springs, webbing, and covers
word family
upholster
upholster
Verb
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
upholder
uphold
uphill battle
uphill
upheave
upholstered bed
upholsterer
upholstery
upholstery material
upholstery nail
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App