LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Untempered
/ʌntˈɛmpəd/
/ʌntˈɛmpɚd/
Adjective (2)
Ορισμός και Σημασία του "untempered"
untempered
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
not moderated or controlled
tempered
02
not brought to a proper consistency or hardness
tempered
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
untellable
untechnical
unteach
untaxed
untaught
untempting
untenable
untenanted
untended
untested
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App