Unrepentant
volume
British pronunciation/ˌʌnɹɪpˈɛntənt/
American pronunciation/ˌənɹiˈpɛntənt/, /ˌənɹɪˈpɛntənt/

Ορισμός και Σημασία του "unrepentant"

unrepentant
01

not penitent or remorseful

02

stubbornly persistent in wrongdoing

example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store