Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Blacktop
01
άσφαλτος, πίσσα
a black, sticky mixture used for paving roads and pathways
Παραδείγματα
The crew spread blacktop over the gravel base.
Το πλήρωμα έστρωσε ασφαλτόστρωση πάνω από τη βάση χαλικιών.
She drove carefully on the newly laid blacktop.
Οδήγησε προσεκτικά στο νεοστρωμένο ασφάλτο.
to blacktop
01
επικαλύπτω με άσφαλτο, ασφαλτώνω
coat with blacktop
Λεξικό Δέντρο
blacktop
black
top



























