LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Unmarried woman
/ʌnmˈaɹɪd wˈʊmən/
/ʌnmˈæɹɪd wˈʊmən/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "unmarried woman"
Unmarried woman
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a woman who is not married
word family
unmarried woman
unmarried woman
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
unmarried man
unmarried
unmarred
unmarketable
unmarked
unmask
unmasking
unmatchable
unmatched
unmated
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App