Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ungenerous
01
τσιγκούνης, φιλάργυρος
unwilling to spend (money, time, resources, etc.)
02
τσιγκούνης, μικροπρεπής
lacking in magnanimity
Λεξικό Δέντρο
ungenerous
generous
gener
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
τσιγκούνης, φιλάργυρος
τσιγκούνης, μικροπρεπής
Λεξικό Δέντρο