Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unfurnished
01
αναίτιαστος, άδειος
(of an apartment, house, or room) devoid of any furniture
Λεξικό Δέντρο
unfurnished
furnished
furnish
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
αναίτιαστος, άδειος
Λεξικό Δέντρο