Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
understaffed
01
ελλιπής σε προσωπικό, χωρίς επαρκή προσωπικό
not having enough employees to adequately perform the necessary tasks or services
Παραδείγματα
The hospital was severely understaffed, leading to long wait times for patients.
Το νοσοκομείο ήταν σοβαρά προσωπικού, οδηγώντας σε μεγάλους χρόνους αναμονής για τους ασθενείς.
During the holiday season, many retail stores find themselves understaffed and struggle to keep up with customer demand.
Κατά τη διάρκεια των διακοπών, πολλά καταστήματα λιανικής βρίσκονται με ελλιπή προσωπικό και αγωνίζονται να ανταποκριθούν στη ζήτηση των πελατών.



























