Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
undersea
01
υποθαλάσσιος, υποβρύχιος
located, happening, or existing below the surface of the sea or ocean
Παραδείγματα
The undersea exploration revealed new species of fish.
Η υποθαλάσσια εξερεύνηση αποκάλυψε νέα είδη ψαριών.
The research team studied undersea ecosystems to understand ocean life.
Η ερευνητική ομάδα μελέτησε υποθαλάσσια οικοσυστήματα για να κατανοήσει τη θαλάσσια ζωή.



























