LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Unconfessed
/ʌnkənfˈɛst/
/ʌnkənfˈɛst/
Noun (1)
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "unconfessed"
Unconfessed
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
people who have not confessed
unconfessed
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
not admitted
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
unconditioned reflex
unconditioned
unconditionally
unconditional
unconcernedly
unconfined
unconfirmed
unconformable
unconformist
unconfused
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App