Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
twelfth
01
δωδέκατος, το δωδέκατο πρόσωπο ή πράγμα
coming or happening right after the eleventh person or thing
Παραδείγματα
The twelfth day of Christmas is celebrated with various traditions around the world.
Η δωδέκατη μέρα των Χριστουγέννων γιορτάζεται με διάφορες παραδόσεις σε όλο τον κόσμο.
He placed twelfth in the competition, which was better than he had anticipated.
Κατέλαβε τη δωδέκατη θέση στον διαγωνισμό, που ήταν καλύτερη από ό,τι περίμενε.
Twelfth
01
δωδέκατος, δωδέκατη θέση
position 12 in a countable series of things
02
δωδέκατο, ένα μέρος από δώδεκα ίσα μέρη
one part in twelve equal parts



























